-
1 κερας
τό (gen. κέρᾱτος - эп. κέρᾰος, ион. κέρεος, атт. κέρως; dat. κέρᾱτι - эп. κέραϊ, ион. κέρεϊ, атт. κέρᾳ; dual.: nom. и acc. κέρᾱτε, κέρᾶε - эп. κέρᾱ; gen. и dat. κεράτοιν, κεράοιν и κερῷν; pl.: nom. κέρᾱτα, κέρᾰα - эп. κέρᾱ, gen. κεράτων, κεράων и κερῶν, dat. κέρᾱσι, κεράεσσι; в эп. формах - ᾰ, в атт. трехсложных - ᾱ)1) рог(βοός Hom.; ταύρειον Soph.)
κόλοβος ἀγέλη κεράτων Plat. — безрогое стадо;ταῦρος εἰς κ. θυμούμενος Eur. — бодливый бык;как символ — мощи κ. σωτηρίας NT. рог спасения, т.е. могучий оплот2) рог, вещество рога(αἱ μὲν - sc. πύλαι - κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ΄ ἐλέφαντι Hom.)
3) роговой лук(τοξότης κέρᾳ ἀγλαός Hom.)
4) роговая втулка ( для защиты рыболовной лесы), т.е. удочка5) рогообразныи брусок, «рог»(λύρας Soph.)
6) роговой выступ7) рог ( служивший сосудом для питья)(κέρατα οἴνου Xen.; ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνειν Pind.)
8) рог, рожок ( духовой инструмент)(ἐπειδὰν σημήνη τῷ κέρατι Xen.; αὐλεῖν τῷ κέρατι Luc.)
9) ответвление, рукав(Ὠκεανοῦ Hes.; Νείλου Pind.)
τὸ Μενδήσιον κ. Thuc. — Мендесский рукав (Нила)10) воен., мор. крыло, фланг(δεξιόν, λαιόν Eur.)
κατὰ κ. ἐπιπίπτειν Xen. (προσβάλλειν Thuc.; συμπίπτειν Polyb.) и πρὸς τὸ κ. προσάγειν Xen. — атаковать во фланг;κατὰ τὸ εὐώνυμον τῶν Ἑλλήνων κ. εἶναι Xen. — оказаться против левого фланга греков;ἀναπτύσσειν τὸ κ. Xen. — отвести назад фланг;κατὰ κ. ἄγειν Xen. — двигаться фланговым маршем;ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι Xen. — перестроиться из походной колонны в боевой порядок;κατὰ μίαν ἐπὴ κέρως παραπλέοντες Thuc. — (афинские корабли), проплывающие по одному в кильватерной колонне11) вершина(τοῦ ὄρους Xen.)
12) роговой наконечник(τοῦ καλάμου Anth.)
13) membrum virile Anth.14) рея Luc.κ. ἱστῷ κυρτοῦται Anth. — рея гнется на мачте
15) клешня(τοῦ ἀστακοῦ Arst.)
16) щупальце(τοῦ σκώληκος Arst.)
17) Luc., Sext. = κερατίνης -
2 ζευγο-ποιΐα
ζευγο-ποιΐα, ἡ, das Verbinden eines Paares, τοῦ καλάμου, Theophr., zweier Flöten zu einer Doppelflöte.
-
3 ἀμοργίς
-
4 κάλαμος
ο1) см. καλάμι 1, 2, 3; 2) ист. перо (для письма);λαμβάνω τον κάλαμον ανά χείρας — взяться за перо;
§ οι εργάται τού κάλάμου — работники пера (о журналистах, писателях)
-
5 τομή
A end left after cutting, stump of a tree, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν [τὸ σκῆπτρον] Il.1.235; ῥιζῶν τομαί the ends of the roots ( left by cutting away the tree), S.Fr.534.5 (anap.); ὀπὸν.. στάζοντα τομῆς ib.2; δοκοῦ τ. end of a beam, Th.2.76;ἡ τοῦ καλάμου τ. Thphr.HP4.11.7
, cf. Theoc.10.46; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι stones cut square, Th.1.93 (sed leg. ἐντομῇ) ; σκέψαι τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον having fitted the lock to the place from which it was cut, A.Ch. 229 ( σκέψαιτο μὴ cod. M, distinxit Turnebus); πρὸς τὴν τ. μεταστρέφειν to the cut, Pl.Smp. 190e, cf. Arist.HA 532a4.b Ταύροιο τ. prob. = προτομή 1, Arat. 322.2 Math., section, as a circle is the section of a sphere, a conic section of the cone, Arist.Mete. 375b32, Pr. 912a13, cf. App.Anth.4.74 ([place name] Synesius); with or without κοινή, the line in which two planes cut each other, Arist.Metaph. 1060b14, Euc.11.16, Archim. Con.Sph.11, al., Apollon.Perg.Con.1.4, etc.; point of intersection of two lines, Archim.Spir.20, al., Ptol.Alm.3.3, etc.: abstract use, περὶ διωρισμένης τ. On determinate section, name of lost treatise of Apollon.Perg.; τὰ περὶ τὴν τ. the theorems about the section (sc. in extreme and mean ratio), Procl.in Euc.p.67 F.:—in conic sections, τομαὶ ἀντικείμεναι opposite sections, i.e. branches of hyperbola, Apollon.Perg.Con.2.15; συζυγεῖς τ. conjugate sections of hyperbolas, ib.17.3 incision or insection between parts of an insect's body (whence their name of ἔντομα), Arist.PA 682b25.4 ἡ εἰς ἄπειρον τ. infinite divisibility, Epicur.Ep.1p.16U.II cutting, cleaving, ἐν τομᾷ σιδάρου by stroke of iron, S.Tr. 887 (lyr.);πελέκεως τ. E.El. 160
(lyr.);φασγάνου τομαί Id.Or. 1101
; cutting off or down, ; vine-cutting, PCair.Zen. 736.29 (iii B.C.); cutting up,εἰς τ. καὶ προσαγωγὴν χάλικος PPetr.3p.290
(iii B.C.); hewing,λίθων IG12.336.7
, 11, SIG244 ii 58 (Delph., iv B.C.), IG42(1).106i19, al. (Epid., iv B.C.).2 use of the knife in surgery, Hp.VC13; ;οὔτε τ. οὔτε καῦσις Hp.Art.62
;σιδήρου τ. Sor.1.80
: pl., Pi.P.3.53, E.Fr.403.6;τὰς θεραπείας.. διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν Pl.Prt. 354a
, cf. Ti. 65b.3 castration, Luc. Philops.2.7 αἱ τ. τῆς γῆς, i.e. canals, Lib. Or.18.232.III severance, separation,τ. καὶ διάκρισις Pl.Ti. 61d
, cf. 80e; of number, division, Id.Lg. 738a; τομὴν ἔχειν ἔν τινι to admit a distinction in.., ib. 944b; χρονικαὶ τ. distinctions of tenses, A.D.Synt.10.18; process of division (sc. μεγέθους), Nicom. Ar.1.2.3 metaph., conciseness or precision in expression, Eun.VSp.461B.4 τ. πράγματος, = decisio, Gloss.IV a cut, wound, Arist.HA 632a18, Aen.Tact.11.14: metaph., wound,πόλις δεδεγμένη τ. Plu.Cor.16
, cf. Per.11.2 caesura in verse, Aristid.Quint.1.24; more generally, break between successive words, Hermog.Id.2.10, Heph.15.2, al., Eust.740.1. -
6 ζευγοποιΐα
ζευγο-ποιΐα, ἡ, das Verbinden eines Paares; τοῦ καλάμου, zweier Flöten zu einer Doppelflöte -
7 κάλαμος
κάλαμος, ὁ (vgl. καλάμη), das Rohr; καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her. 5, 101; καλάμου ἓν γόνυ πλοῖον ἕκαστον ποιέεται 3, 99; Folgde; ἐκάϑευδον ἐπὶ στιβάδων, ἃς αὐτοὶ συνεφόρουν τοῦ παρὰ τὸν Εὐρώταν πεφυκότος καλάμου Plut. Lyc. 16. Bei Xen. An. 1, 5, 1 neben ὕλη, übh. rohrartiges Gewächs. – Es wurde gebraucht, 1) zur Rohrflöte, Rohrpfeife; σὺν καλάμοιο βοᾷ Pind. N. 5, 38; μολπὰ πρὸς κάλαμον Ol. 11, 88; ὁ κηροδέτας κ. Πανός Eur. I. T. 1126; Theophr.; – auch zum Stege der Lyra, Soph. frg. 34 bei Schol. Ar. Ran. 235. – 2) zum Schreiben, Schreibrohr, das die Stelle unserer Schreibfeder vertrat, Themist.; κάλαμοι γραφεῖς Poll. 10, 61. – 3) Angelruthe; Theocr. 21, 43; Luc. D. Mort. 27, 9; ἁλιευτικός Arist. part. an. 4, 12; – auch Leimruthe, s. die compp. – 4) Meßruthe, auch ein bestimmtes Maaß, 62/3 πήχεις, Sp. – 5) Rohrpfeil, zu dem man das nicht hohle, inwendig mit Mark angefüllte Rohr brauchte, κάλαμος ναστός u. μεστοκάλαμος. – 6) ein Zeichen, eine Marke, auf die man Getreide bekam, Byz., s. καλαμηφορέω. – 7) Rohrdach, Hesych. – 81 bei Hedyl. 6 (VI, 292) scheinen ληρῶν χρύσεοι οἱ κάλαμοι Streifen oder ein ähnlicher Zierrath am Kleide zu sein.
-
8 καλαμος
(κᾰ) ὅ1) тж. собир. камыш, тростник(καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her.; οἱ κάλαμοι οἱ πεφυκότες ἐν ταῖς λίμναις Arst.; κ. ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος NT.; στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ Arph.)
2) тростниковая тычина(κάλαμοι, ἐν οἷς ἱστᾶσι τὰς ἀμπέλους Arst.)
3) тростниковая свирель, цевница(Πανός Eur.)
5) тростниковая палочка для письма, перо6) тростниковая цыновка7) стебель, солома(τοῦ σίτου Xen.)
8) ( на ткани) полоска(κάλαμοι χρύσεοι Anth.)
πήχεις, т.е. ок. 3.1 метра (μετρῆσαι τέν πόλιν τῷ καλάμῳ NT.) -
9 καθαρός
κᾰθᾰρ-ός, ά, όν, [dialect] Dor. [full] καθαρός Tab.Heracl.1.103, Orph.Fr. 32c.1, [dialect] Aeol. [pref] κόθ- Alc.Supp.7.3; cf. ἀνακαθαίρω, κάθαρσις:1 physically clean, spotless (not in Il.),εἵματα Od.6.61
, Archil.12, cf. E.Cyc.35, 562, etc.; of persons, cleanly,κ. περὶ ἐσθῆτα Arist.VV 1250b28
, cf.Rh. 1416a23 (nisi leg. καθάριος).2 clear of admixture, clear, pure, esp. of water, ;κ. ὕδατα E. Hipp. 209
(anap.);ὕδωρ κ. ζῶν LXXNu.5.17
; (anap.);κ. καὶ διαφανῆ ὑδάτια Pl.Phdr. 229b
;οὖρον Hp.Epid.1.3
; ; κ. φάος, φέγγος, Pi.P.6.14, 9.90;πνεῦμα κ. οὐρανοῦ E.Hel. 867
;κ. ἄρτος Hdt.2.40
; of white bread, Wilcken Chr. 30i17 (iii/ii B.C.), LXXJu.10.5, Gal.6.482, 19.137; ἄλευρον κ. Diocl.Fr.139; χρυσίον, ἀργύριον -ώτατον, Hdt.4.166, cf. Theoc.15.36, Ph.1.190, etc.;σῖτος X.Oec.18.8
;σῖτος κ. ἀπὸ πάντων PHib.1.84
(a).6 (iv/iii B.C.): freq. of grain, winnowed,πυρὸς κ. ἄδολος POxy.1124.11
(i A.D.), cf. PTeb.93.36 (ii B.C.), etc.; of metals, etc.,σίδηρος Sammelb.4481.13
(v A.D.), etc.; ἀρωμάτων, καθαρῶν, λαχάνων, dub. sens. in PLond.2.429.6 (iv A.D.);ἄκρατος καὶ κ. νοῦς X.Cyr.8.7.30
; ; ; of feelings, unmixed,μῖσος τῆς ἀλλοτρίας φύσεως Pl.Mx. 245d
, cf. Thgn.89; serene, (lyr.).3 clear of objects, free, ἐν καθαρῷ (sc. τόπῳ ) in an open space,ἐν κ., ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος Il.8.491
;ἐν κ., ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον 23.61
, cf. Ph.2.535 ([comp] Sup.); πάξαις Ἄλτιν ἐν κ. in a clearing, Pi.O.10 (11).45; ἐν κ. βῆναι to leave the way clear, S.OC 1575 (lyr.); ἐν τῷ κ. οἰκεῖν live in the clear sunshine, Pl.R. 520d; διὰ καθαροῦ ῥέειν, of a river whose course is clear and open, Hdt.1.202: with Subst., κελεύθῳ ἐν κ. Pi.O.6.23; χῶρος κ. Hdt.1.132;ἐν κ. λειμῶνι Theoc.26.5
; ἐν ἡλίῳ κ. in the open sun, opp. σκιά, Pl.Phdr. 239c; ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε κ. was cleared away, Hdt.7.183; κ. ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας set up the nets in open ground, X.Cyn.6.6; freq. of land, free from weeds, etc., παραδώσω τὸν κλῆρον κ. ἀπὸ θρύου καλάμου ἀγρώστεως κτλ. PTeb.105.59 (ii B.C.);παραδώσω τὰς ἀρούρας κ. ὡς ἔλαβον BGU1018.25
(iii A.D.): c. gen., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων clear of the marks, Hdt.2.38; καθαρὸν τῶν προβόλων, of a fort, Arr.An.2.21.7; of documents, free from mistakes, POxy.1277.13 (iii A.D.); χειρόγραφον κ. ἀπὸ ἐπιγραφῆς καὶ ἀλείφαδος free from interlineation and erasure, PLond.2.178.13 (ii A.D.).b metaph., free, clear of debt, liability, etc.,κ. ἀπὸ δημοσίων καὶ παντὸς εἴδους BGU197.14
(i A.D.); κ. ἀπό τε ὀφειλῆς καὶ ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος ib.112.11 (i A.D.);γῆ κ. ἀπὸ γεωργίας βασιλικῆς POxy. 633
(ii A.D.); καθαρὰ ποιῆσαι to give a discharge, PAvrom. 1 A22; in moral sense, free from pollution, καθαρῷ θανάτῳ an honourable death, Od.22.462;θάνατον οὐ κ., τὸν δι' ἀγχόνης Ph.2.491
;ψυχαὶ ἀρηΐφατοι καθαρώτεραι ἢ ἐνὶ νούσοις Heraclit.136
; freq. free from guilt or defilement, pure, (anap.);καθαρὸς χεῖρας Hdt.1.35
, Antipho5.11, And.1.95;κ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Pl.Cra. 405b
; ἔρχομαι ἐκ κοθαρῶν κοθαρά OrphFr.32c.1,al.; of ceremonial purity, καθαρὰ καὶ ἁγνή εἰμι ἀπό τε τῶν ἄλλων τῶν οὐ καθαρευόντων καὶ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας Jusj. ap. D.59.78, cf. UPZ78.28 (ii B.C.), LXXNu.8.7,al.; (ii B.C.); esp. of persons purified after pollution, ἱκέτης προσῆλθες κ. A.Eu. 474, cf. S.OC 548, etc.; also of things, βωμοί, θύματα, δόμος, μέλαθρα, A.Supp. 654 (lyr.), E. IT 1163, 1231 (troch.), 693: c. gen., clear of or from..,κ. ἐγκλημάτων Antipho 2.4.11
; ἀδικίας, κακῶν, Pl.R. 496d, Cra. 404a;ὁ τῶν κακῶν κ. τόπος Id.Tht. 177a
;κ. τὰς χεῖρας φόνου Id.Lg. 864e
;Κόρινθον.. ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαράν X.HG4.4.6
;κ. εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων Act.Ap.20.26
, cf. D.C.37.24;κ. ἀπὸ ὅρκου LXXGe.24.8
; ceremonially pure, of food,ὄσπριον Hdt.2.37
; of victims, LXXGe.7.2,al., PGen.32.9 (ii A.D.), etc.; κ. ἡμέραι, opp. ἀποφράδες, Pl.Lg. 800d.4 of birth, pure, genuine,σπέρμα θεοῦ Pi.P.3.15
; πόλις E. Ion 673; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, i.e. were citizens of pure blood, Th.5.8; οἱ τῷ γένει μὴ κ. Arist.Ath.13.5; κ. ἀστοί Sch.Ar.Ach. 506; καθαρόν a real, genuine saying, Ar.V. 1015; κ. Τίμων a Timon pure and simple, Id.Av. 1549;κ. δοῦλος Antiph.9
(glossed by ἀπηκριβωμένος, AB105); ζημία κ., of a person, Alciphro 3.21.5 of language, pure, ὀνόματα, λέξις, D.H.Comp.1, 3;διάλεκτος Id.Dem.5
; so of writers, [Λυσίας] κ. τὴν ἑρμηνείαν Id.Lys.2
; [Ξενοφῶν] κ. τοῖς ὀνόμασι Id.Pomp.4
; also, clear, simple, σεμνὸς καὶ κ. Jul.Or.2.77a.b Gramm., preceded by a vowel, pure, D.T. 635.10, 639.5, Hdn.Gr.2.930, al.; containing a 'pure' syllable, ib. 928.6 without blemish, sound, ὁ κ. στρατός, τὸ κ. τοῦ στρατοῦ, the sound portion of the army, Hdt.1.211,4.135; v. supr. 4.7 clear, exact, ἂν κ. ὦσιν αἱ ψῆφοι if the accounts are exactly balanced, D.18.227 (sed cf.καθαιρέω 11.5
).II Adv. purely,ἁγνῶς καὶ καθαρῶς h.Ap. 121
, Hes.Op. 337: [comp] Comp.- ωτέρως Porph.Abst.2.44
.2 of birth,κ. γεγονέναι Hdt.1.147
;αἱ κ. Ἑλληνίδες Sor.1.112
, cf.Luc.Rh. Pr.24.3 with clean hands, honestly, σὺν δίκῃ.. καὶ κ. Thgn.198; δικαίως καὶ κ. D.9.62;κ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Pl.Phd. 108c
.4 clearly, plainly, , cf. E.Rh.35 (anap.);λέξις κ. καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Isoc.5.4
;κ. γνῶναι Ar.V. 1045
, Pl.Phd. 66e; εἴσεσθαι ibid.;καθαρώτατα ἀποδεῖξαι Id.Cra. 426b
.5 of language, purely, correctly,- ώτερον διαλέγεσθαι Plu.2.1116e
, cf. Luc.Im.15.6 entirely, Ar.Av. 591;κ. τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.p.71
W.;κ. ἐς ἐφήβους τελεῖν D.C.36.25
, cf. Cod.Just.1.4.34.9: [comp] Sup. - ώτατα in its purest form, Phld.Piet.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρός
-
10 ὡραῖος
A produced at the right season ([etym.] ὥρα), seasonable, timely: esp. of the fruits of the earth, βίος or βίοτος ὡ. store of fruits gathered in due season, Hes.Op.32, 307; ὡ. καρποί the fruits of the season, καρποὺς.. κατατίθεσθαι ὡραίους to store them up in season, Hdt.1.202: freq. in neut., ὡραῖα, τά, Th.1.120, 3.58, X.An.5.3.9, Pl.Lg. 845e;ἑραίως τὰ ὡραῖα ἀποδιδόναι Hp.Aph.3.8
; ὡραῖα.. ἀποτελεῖν ἱερά to render fruits of the season as sacred offerings, Pl.Criti. 116c, cf. Orac. ap. D.21.52;τρωκτὰ ὡ. X.An.5.3.12
;ἄνθεα AP9.564
([place name] Nicias);σῦκα Aret.CD1.3
; also of animals,ὡ. ἄρνες
yearling,AP
6.157 (Theodorid.); of tunnies at a year old (from six months to one year they were called πηλαμύδες), πηλαμὺς.. ὡραία θέρους τῷ Βοσπορίτῃ S.Fr. 503
; ὡ. θύννοι Ps.-Hes. ap. Ath.3.116b, cf. Hices.ib. 116e, Archestr.Fr.38.9, Plaut.Capt.851; τάριχος ὡ. fish salted or pickled in the season, Alex.186.5;ἰχθύες ἐς τάγηνον ὡ. Babr.6.4
; σαργάναι ὡ. pickling-tubs, Poll.7.27: hence generally, agricultural produce,εἶναι ἐνεχυρασίαν Αἰξωνεῦσιν ἐκ τῶν ὡ. τῶν ἐκ τοῦ χωρίου IG22.2492.8
(iv B. C.).2 τὰ ὡραῖα, = τὰ καταμήνια, esp. at their first appearance, Hp.Superf.34.3 Subst. ἡ ὡραία (in full,ὥρη ἡ ὡραίη Aret. SD1.4
, Phryn.PSp.128 B., etc.), harvest-time, esp. the twenty days before and twenty days after the rising of the dog-star, μίμνει ἐς ὡραίην till harvest-time, A.R.3.1390.b the campaigning-season, during which the troops kept the field, D.9.48, 56.30, Plb.3.16.7.c τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει it does not rain in the season (sc. of rain), Hdt.4.28.II happening or done in due season, seasonable, ἄροτος, ἔργον, Hes.Op.617.642; πλόος ib. 630;χειμῶνες Thphr.HP4.14.1
;ὕδατα Id.CP2.2.1
; σκαπάνη ib.3.16.1;τομὴ [καλάμου] Id.HP4.11.4
; ὅτε ὡραῖον εἴη when the weather permitted, App.Pun. 120.2 metaph., ( ὥρα (C) B) seasonable, due, proper, ὡραίων τυχεῖν, = νομίμων τυχεῖν (cf. ὥριος (A). 111.2), E.Supp. 175: ἐν ὡραί[ᾳ ἐκκλησίᾳ] dub. in SIG668.4 (Delphi, ii B. C.); ἐνιαύτια ὡ. ib. 1025.37 (Cos, iv/iii B. C.), cf. Hsch.III of persons, seasonable or ripe for a thing, c.gen.,ἀνδρὸς ὡραίη Hdt.1.107
, cf. Lys.Fr.4; γάμων or γάμου ὡραῖαι, Hdt.1.196, 6.122, cf. X.Cyr.4.6.9;ἐς ἥβην ὡραίαν γάμων E.Hel.12
( ὡραίων codd.);ὅστις οὐκέθ' ὡραῖος γαμεῖ Id.Fr. 804
; ὡ. γάμος seasonable marriage, A.Fr.55; also of old persons, ripe or ready for death,πατήρ γε μὴν ὡ. E.Alc. 516
;αὐτὸς δ', ἐν ὠ. γὰρ ἕσταμεν βίῳ, θνῄσκειν ἕτοιμος Id.Ph. 968
;θάνατος ὡ. X.Ages.10.3
; ;ὡραῖος ἀποτέθνηκεν Plu.2.178e
; soὕλη ὡ. τέμνεσθαι Thphr.HP5.1.1
.2 in reference to age, in the prime of life, youthful, Hes.Op. 695: hence in the bloom of youth, opp. ἄωρος, X.Smp.8.21, Pl.R. 574c;ὡ. ἐὼν καὶ καλός Pi.O.9.94
;παιδίσκη ὡραιοτάτη Ar.Ach. 1148
(anap.), cf. Ra. 291, 514;παῖς ὡραῖος Id.Av. 138
: but not necessarily implying beauty,τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μή Pl.R. 601b
;ἄνευ κάλλους ὡραῖοι Arist.Rh. 1406b37
; cf. ὥρα (C) B. 11.3 generally, of things, beautiful, graceful, LXX Ge.3.6, 2 Ch.36.19, Ev.Matt.23.27;ἡ ὡ. πύλη τοῦ ἱεροῦ Act.Ap.3.10
, cf. 3.2.IV irreg. [comp] Sup.ὡραιέστατος Epich.186d
.V Adv.ὡραίως Hp.Aph.3.8
. -
11 γέντιμος
γέντιμος· ἄκρον τοῦ ἁλιευτικοῦ καλάμου, Hsch.; cf. γέρσυμον. [full] γέντινοι· οἰκεῖοι, and [full] γέντινος· ὕπνος, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γέντιμος
-
12 σίφων
1 siphon, used for drawing wine out of the cask or jar, Hippon.56, PEleph.5.4 (iii B.C.);καμπύλος σ., τουτέστι σωλήν Hero Spir.1.1
.b drainage-tube for hydrocele, Gal.10.988.c pump, PLond.3.1177.129 (ii A.D.).2 fire-engine, Apollod.Poliorc. 174.5, Hsch.: generally, service-pipe for water in houses, Str.5.3.8.4 αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες blood- suckers, i.e. mosquitoes, AP5.150 (Mel.).5 sens. obsc. for τὸ αἰδοῖον, E.Cyc. 439 (s.v.l.).6 = ῥυπαρὸς ἄνθρωπος, ἢ λίχνος, Hsch.7 εἶδος θηρίου μυρμηκοειδές, Id.8 ὄργανον σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίππους ἐπισκοποῦσι, Id. (perh. = σιρομάστης 1). [[pron. full] ῑ in APl.c., Juv.6.310; but [pron. full] ῐ E. l.c. (s. v.l.).] -
13 μέλας
μέλας, μέλαινα, μέλαν gen. ανος, αίνης, ανος (s. prec. entry; Hom.+; ins, pap, LXX, JosAs 10:1; 14:15; Sib. Or. 4, 75; Philo, Joseph.; Tat. 33, 3) by-form μελανός (acc. sg.-όν JosAs 10:9; 13:2; 14:12 [each μέλαν cod. B]; pl.-ούς TestSol 9:9 C) comp. μελανώτερος (Strabo 16, 4, 12) 1 Cl 8:3.① blackⓐ hair (Lev 13:37) Mt 5:36 (opp. λευκός as Artem. 1, 32 p. 34, 5; 9f). Of clothing used in mourning (Polyaenus 6, 7, 1 ἐν μελαίνῃ ἐσθῆτι; Jos., Vi. 138) μ. ὡς σάκκος τρίχινος Rv 6:12; cp. 1 Cl 8:3.ⓑ apocal. color: w. others Rv 6:5 (cp. Zech 6:2, 6 and s. πυρρός); Hv 4, 1, 10; 4, 3, 2; named alone, and as the color of evil, forming a contrast to the world of light (evil, malignant in the moral realm Solon, Pind. et al.; Diphilus Com. [IV/III B.C.] 91e of a woman; Plut., Mor. 12d μ. ἄνθρωποι; M. Ant. 4, 28 μ. ἦθος; Philostrat., Vi. Apoll. 5, 36 p. 196, 19 of misused gold) Hs 9, 1, 5; 9, 6, 4; 9, 8, 1f; 4f; 9, 9, 5; 9, 13, 8; 9, 15, 1; 3; 9, 19, 1. Hence ὁ μ. the Black One of the devil B 4:9; 20:1 (Lucian, Philops. 31 ὁ δαίμων μελάντερος τοῦ ζόφου).—FDölger, D. Sonne der Gerechtigkeit u. der Schwarze 1918; LZiehen, ARW 24, 1926, 48ff; RGradwohl, Die Farben im AT Beih. ZAW 83, ’63, 50–53. S. also AcThom 55 [Aa II/2, 171, 15]; 64 [180, 16].② neut. τὸ μέλαν, ανος ink (Pla., Phdr. 276c; Demosth. 18, 258; Plut., Mor. 841e, Solon 17, 3; Synes., Ep. 157 p. 294b κάλαμον κ. χάρτην κ. μέλαν; PGrenf II, 38, 8 [81 B.C.]; POxy 326; PLeid X, 10, 1ff; ParJer 6:19 χάρτην καὶ μέλανα; TestAbr A 12 p. 91, 3f [Stone p. 30] χάρτην καὶ μέλανα καὶ κάλαμον; loanw. in rabb.) ἐπιστολὴ ἐγγεγραμμένη μέλανι 2 Cor 3:3. διὰ μέλανος καὶ καλάμου γράφειν write with pen and ink 3J 13. διὰ χάρτου καὶ μέλανος 2J 12.—Pauly-W. Suppl. VII 1574ff; Kl. Pauly V 856; BHHW III 1991. B. 1052; 1055; 1291. DELG. M-M. TW.
См. также в других словарях:
Καλάμου, κοινότητα — Ονομασία δύο κοινοτήτων. 1. Κοινότητα (5.468 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Κάλαμος. 2. Κοινότητα (543… … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
εκουίζετο — Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των εκουιζετιδών. Αναπτύσσεται συνήθως σε υγρούς τόπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει έξι είδη: ε. το μείζον, ε. το αρουραίο, ε. το δασικό, ε. το ελόβιο, ε. το πολύκλαδο και ε. το χειμερινό. Το υπόγειο… … Dictionary of Greek
κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek
Καπανδριώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Σκοτώθηκε το 1826 στην Ακρόπολη. 2. Βασίλειος. Σκοτώθηκε το 1826 στην Ακρόπολη. 3. Γεώργιος. Διακρίθηκε σε πολλές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στην Καλομπίεζα κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης. Απέκρουσε… … Dictionary of Greek
υπόπτιλο — το, Ν ζωολ. τμήμα τού φτερού τού πουλιού το οποίο φέρει ένα χνουδωτό μέρος μεταξύ τού καλάμου και τής ράχης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypoptile] … Dictionary of Greek
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek